- οψωνιασμός
- ὀψωνιασμός, ὁ (Α) [οψωνιάζω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού οψωνιάζω, προμήθεια τροφίμων2. οι ζωοτροφές και ο μισθός τού στρατεύματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀψωνιασμός — furnishing with provisions masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνιασμοῦ — ὀψωνιασμός furnishing with provisions masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνιασμούς — ὀψωνιασμός furnishing with provisions masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνιασμῶν — ὀψωνιασμός furnishing with provisions masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνιασμόν — ὀψωνιασμός furnishing with provisions masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψωνισμός — ὀψωνισμός, ὁ (ΑΜ) [οψωνίζω] (δ. γρφ.) οψωνιασμός* … Dictionary of Greek